λεσβία

λεσβία
Η ομοφυλόφιλη γυναίκα. Ο όρος προέρχεται από την αρχαία ποιήτρια Σαπφώ, η οποία καταγόταν από τη Λέσβο και, σύμφωνα με την παράδοση, συνήθιζε να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τις μαθήτριές της. Το γεγονός, όμως, όπως πιστεύουν οι νεότεροι ερευνητές, δεν αληθεύει. λεσβιασμός. Είδος γενετήσιας συμπεριφοράς, κατά την οποία γυναίκες έλκονται ερωτικά από ομόφυλές τους. Τα αίτια αυτού του σεξουαλικού προσανατολισμού δεν είναι γνωστά. Γενετικοί, ορμονικοί και αναπτυξιακοί παράγοντες φαίνεται ότι επιδρούν από κοινού, αλλά η σπουδαιότητα του καθενός διαφέρει από άτομο σε άτομο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λεσβία — Λεσβίᾱ , Λέσβιος from Lesbos fem nom/voc/acc dual Λεσβίᾱ , Λέσβιος from Lesbos fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσβία — λεσβίᾱ , λέσβιος from Lesbos fem nom/voc/acc dual λεσβίᾱ , λέσβιος from Lesbos fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεσβίᾳ — Λεσβίᾱͅ , Λέσβιος from Lesbos fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσβίᾳ — λεσβίᾱͅ , λέσβιος from Lesbos fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβια — Λέσβιος from Lesbos neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσβια — λέσβιος from Lesbos neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεσβίας — Λεσβίᾱς , Λέσβιος from Lesbos fem acc pl Λεσβίᾱς , Λέσβιος from Lesbos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσβίας — λεσβίᾱς , λέσβιος from Lesbos fem acc pl λεσβίᾱς , λέσβιος from Lesbos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεσβιάσαι — Λεσβιά̱σᾱͅ , Λεσβιάζω do like the Lesbian women fut part act fem dat sg (doric) Λεσβιάζω do like the Lesbian women aor inf act Λεσβιάσαῑ , Λεσβιάζω do like the Lesbian women aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεσβίαν — Λεσβίᾱν , Λέσβιος from Lesbos fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”